υψος

υψος
    ὕψος
    -εος τό иногда pl.
    1) высота, вышина
    

τεῖχος ὕ. (или ἐς ὕ.) διηκοσίων πηχέων Her. — стена высотою в двести локтей;

    ὕ. λαμβάνειν Thuc. — подниматься вверх, расти;
    εἰς ὕ. μέτα αἴρειν τινά Eur. — поднимать кого-л. на большую высоту;
    κυπαρίττων ὕψη Plat. — вышина кипарисов

    2) высшая степень, верх
    

(ἀμαθίας Plat.; σεμνότητος καὴ ὑπεροχῆς Arst.)

    3) высокое положение, вознесенность NT.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "υψος" в других словарях:

  • Ὕψος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὕψος — height neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ύψος — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10), στην επαρχία Κερκύρας του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Κάτω Κορακιάνας. * * * ους, το / ὕψος, εος, ΝΜΑ 1. η από τη βάση ώς την κορυφή ενός σώματος κατακόρυφη απόσταση (α. «το ύψος τού κτηρίου… …   Dictionary of Greek

  • ύψος — ο ου, ο γύψος (βλ. λ.). το ους 1. η κατακόρυφη απόσταση από τη βάση ως την κορυφή (όταν κοιτάζεται από κάτω), το ψήλος. 2. η νοητή κατακόρυφη γραμμή που ενώνει το επίπεδο της επιφάνειας της θάλασσας με το νοητό οριζόντιο επίπεδο που περνά από την …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὕψει — ὕψος height neut nom/voc/acc dual (attic epic) ὕψεϊ , ὕψος height neut dat sg (epic ionic) ὕψος height neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὕψη — ὕψος height neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὕψος height neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὕψω — Ὕψος masc nom/voc/acc dual Ὕψος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψοῖν — ὕψος height neut gen/dat dual (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψέων — ὕψος height neut gen pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψίων — ὕψος height neut gen pl (doric) ὑψίων loftier masc/fem nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψῶν — ὕψος height neut gen pl (attic epic doric) ὑψόω lift high pres part act masc voc sg (doric aeolic) ὑψόω lift high pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ὑψόω lift high pres part act masc nom sg ὑψόω lift high pres inf act (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»